Οι προβολές ξεκινούν στις 21:00 με ελεύθερη είσοδο

Σινέ Έναστρον

Σε μια υποβαθμισμένη περιοχή μπάζων, έντονης κλίσης, δίπλα σε μια συστάδα δένδρων, δημιουργήθηκε ένας άρτιος αισθητικά και λειτουργικά υπαίθριος χώρος πολιτισμού, το Σινέ Έναστρον. Χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά, πέτρα και χαλίκι, διαμορφώθηκαν χαμηλοί αναβαθμοί, όπου τοποθετήθηκαν αφαιρούμενα καθίσματα με μικρά τραπέζια ανάμεσα τους. Ο κινηματογράφος χωρητικότητας 100 θέσεων, με οθόνη 5Χ3.50 μέτρα, διαθέτει μόνο ένα μικρό κλειστό χώρο από όπου γίνεται η διαχείριση των μηχανημάτων προβολής, ήχου και φωτισμού.
Η πρόσβαση στο Σινέ Έναστρον γίνεται από τον χώρο στάθμευσης με έναν όμορφο διάδρομο κάτω από τα αρμυρίκια, οριοθετημένο με καλάμια και διακριτικά φωτισμένο το βράδυ, ενώ ο χώρος επικοινωνεί με το καφέ-μπαρ μέσα από μια μικρή ράμπα και με το χώρο του εστιατορίου με σκάλα.
Στο θερινό Σινέ Έναστρον, μακριά από τους θορύβους του καλοκαιριού, Έλληνες και ξένοι ζουν την μαγεία μιας ταινίας κάτω από το νυχτερινό τοπίο των αστεριών και τη θαλασσινή αύρα.

Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ

Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς πριν από εφτά χρόνια εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ του 2012 βρέθηκα στο Μοναστήρι του Άι-Γιάννη, και όπως περπατούσα είδα ξαφνικά μέσα από κάτι καλαμιές δυο τεράστιες ασπρόμαυρες φιγούρες να φιλιούνται. Πλησίασα αθόρυβα και με μεγάλη περιέργεια η οποία μεγάλωσε όταν ξαφνικά είδα ότι ήταν δυο παλιοί μου γνωστοί. Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και η Ίνκγριντ Μπέργκμαν.

Ήταν οι τελευταίοι που περίμενα να συναντήσω σε βραδινό περίπατο στην Πάρο. Και μάλιστα κάτω από την οθόνη, ένα ανοιχτό αμφιθέατρο και κάποιοι σκόρπιοι θεατές να απολαμβάνουν αυγουστιάτικα το φιλί τους στην «Καζαμπλάνκα».

Πήρα αμέσως θέση ανάμεσά τους και απόλαυσα το υπόλοιπο της ταινίας. Μιας και την είχα βέβαια ξαναδεί καμιά δεκαριά φορές, την προσοχή μου τράβηξαν και άλλα πράγματα μόλις έπαιρνα για μια στιγμή τα μάτια μου από όσα ήξερα ότι θα συμβούν στην οθόνη. Όπως ο σπάνιος σε ευκρίνεια ήχος της ταινίας, πράγμα δυσεύρετο σε πολλές Dolby surround κλειστές αίθουσες της Αθήνας. Ή τα καλάμια που κουνούσε ο αέρας στο πλάι της οθόνης. Ή ακόμη περισσότερο το θέαμα του κόλπου της φωτισμένης Νάουσας στο βάθος. «Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάτι μυστικό…» μου ήρθαν ξαφνικά στο νου τα λόγια από το «Περιβόλι του Τρελού» του Σαββόπουλου. Από εκείνο το βράδυ θέλησα να γίνω κι εγώ μέρος αυτού του μυστικού. Σκέφτηκα τι θα μπορούσα να προσφέρω όχι απλά σαν θεατής αλλά και λόγω επαγγέλματος σαν προγραμματιστής των ταινιών που θα προβάλλονταν τα επόμενα εφτά χρόνια. Η άμεση ανταπόκριση των υπεύθυνων του Πάρκου και η διαθεσιμότητά τους σε ό,τι ζήτησα ώστε να το κάνουμε ακόμα καλύτερο ήταν κάτι που δεν είναι συνηθισμένο στον κινηματογραφικό χώρο. Όντας της γνώμης πως έργο τέχνης χωρίς αποδέκτη δεν υπάρχει, με απασχόλησε αρκετά το είδος των ταινιών που θα ενδιέφεραν ένα τόσο ετερόκλητο κοινό όπως αυτό της Πάρου το καλοκαίρι.

Δημιουργική αγωνία η οποία τέλειωσε τον επόμενο χρόνο στην πρώτη κιόλας προβολή, στα «400 χτυπήματα» του Τρυφώ. Είχα χρόνια να ακούσω στο τέλος της ταινίας το κοινό να χειροκροτεί. Από τότε και σιγά-σιγά –παρά και τις κάποιες λίγες «αστοχίες υλικού» στις επιλογές μου– είχα την ευκαιρία να απολαύσω τους είκοσι αρχικά θεατές να γίνονται σαράντα, να γίνονται μετά εξήντα και να γίνονται εκατό. Να μην χωράνε πια ούτε στις καρέκλες που κουβαλούσαμε πριν την προβολή από το μπαρ και να κάθονται στα πλαϊνά πεζούλια. Οι επιπλέον καρέκλες που ζήτησα αγοράστηκαν αμέσως, το ίδιο και τα τραπεζάκια ανάμεσά τους για να ακουμπάς κάτι από το μπαρ. Κάπως έτσι έφτασε να δημιουργηθεί με τα χρόνια ένα σταθερό κοινό Ελλήνων και ξένων που ξέρει ότι τρία βράδια της εβδομάδας μπορεί να συνυπάρχει και να βρίσκει αυτό που αναζητά μακριά από το αγριεμένο νυχτερινό πλήθος των στενών της Νάουσας και μάλιστα μόλις ένα-δυο χιλιόμετρα μακριά του. 

Σε αυτή τη γωνιά, το μικρό αυτό σινεμαδάκι των Κυκλάδων, δίπλα στο φωτισμένο από το φεγγάρι Μοναστήρι, την ήρεμη αμμουδιά, τα καλάμια μπρος από τους ψηλούς βράχους που κουνά το αεράκι και στο βάθος τη φωτισμένη Νάουσα που καθρεφτίζεται στον κόλπο χωρίς την φασαρία της. Λες και το ήξερε ο Σαββόπουλος «Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάτι πλούσιο και παράξενο σαν τοπίο του βυθού».

Σωτήρης Γκόρισας
Σκηνοθέτης

EL